προαναγνωστικός

προαναγνωστικός
-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάγνωση που γίνεται εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀνάγνωσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”